soul archive

Wednesday, January 23, 2008

Θεσσαλονίκη, Το σκοτεινό χωριό

SOUL#09

Κείμενο: Προκόπης Τζιλής*
Όντας στις άκρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μεγαλύτερη (μετά την Κωνσταντινούπολη) σε πληθυσμό και σημασία βαλκανική πόλη, αποτέλεσε το κέντρο ανάπτυξης των προοδευτικών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών ρευμάτων για όλα τα Βαλκάνια, και όχι μόνο. Ο πληθυσμός της σχημάτιζε ένα πολυφυλετικό-πολυπολιτισμικό μωσαϊκό, που αποτελούταν κυρίως από Εβραίους (που ήρθαν μαζικά από την Ισπανία τον 16ο αιώνα), Τούρκους (μουσουλμάνους ουσιαστικά, μιας και σε αυτούς προσμετρούνται και οι εξισλαμισθέντες Εβραίοι και Ρωμιοί) και Έλληνες (δηλαδή Ρωμιούς), αλλά και Βούλγαρους, Αρμένιους, Γάλλους, Αιγύπτιους και πολλούς άλλους.
Γεωγραφικά, μακριά από τα διοικητικά και στρατιωτικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται ελεύθερη από αυστηρούς εναγκαλισμούς και αποκτά ένα σαφώς πιο ευρωπαϊκό προσανατολισμό και χαρακτήρα από τις υπόλοιπες βαλκανικές πόλεις-κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Σόφια, Αθήνα). Ο πρώτος σχηματισμός μέσα στα Βαλκάνια μιας καθαρά αστικής τάξης, η γεωγραφική της θέση και το λιμάνι της (που μαζί με αυτό της Σμύρνης αποτελούσαν έξοδο προς, αλλά και γέφυρα με την Ευρώπη), η αδιάκοπη (ουσιαστικά μέσα στους αιώνες) κίνηση ανθρώπων και προϊόντων μέσω του εμπορίου, η σχεδόν αλογόκριτη διακίνηση ιδεών (που έφερε και ένα, σχεδόν, οργασμό εκδόσεων) μετέτρεψαν τη Θεσσαλονίκη σε χώρο αιχμής και πρωτοπορίας, καθοριστικό για όλη την ευρύτερη περιοχή. Στη Θεσσαλονίκη θα αναπτυχθούν από το κίνημα των Νεότουρκων, που έμελλε να σχηματίσει τη σημερινή Τουρκία, μέχρι και τα πρώτα σοσιαλιστικά και αναρχικά ρεύματα.

Το βρόμικο ψωμί
Βαλκανικοί πόλεμοι, ενσωμάτωση στο ελλαδικό κράτος, ολιγόμηνη απόσχιση και δημιουργία ξεχωριστού κράτους, μαζί με την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα, την Κρήτη και νησιά του Αιγαίου (με την κίνηση του Βενιζέλου ενάντια στο βασιλιά), η μεγάλη καταστροφή με την πυρκαγιά, ο ξεριζωμός της ρωμιοσύνης από τη Μικρασία, την Ανατολική Θράκη, τη βαλκανική ενδοχώρα, την Ανατολία, την περιφέρεια της Μαύρης θάλασσας, τον Καύκασο, που μετέτρεψαν τη Θεσσαλονίκη και όλη τη Βόρεια Ελλάδα σε χώρο «υποδοχής» της μεγάλης πλειοψηφίας των προσφύγων.
Ο ξεριζωμός και ερχομός των προσφύγων μαζί με τις ανταλλαγές πληθυσμών αλλάζουν τις πληθυσμιακές ισορροπίες και «προσαρμόζουν» την περιοχή στην ανάγκη του καπιταλισμού για καθαρά έθνη-κράτη. Αν και σαφώς πιο ανεπτυγμένοι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά από τους Νοτιοελλαδίτες και μέσα σε ένα κράτος που τους αντιμετωπίζει μάλλον εχθρικά, οι πρόσφυγες ξεκινούν από το μηδέν την αναδιοργάνωση της ζωής τους. Το μεγαλύτερο μέρος τους, τις πρώτες δεκαετίες, θα αποτελέσει τη νέα εργατική και αγροτική τάξη.
Στο επίπεδο των ιδεών, η Θεσσαλονίκη και η Βόρεια Ελλάδα θα γίνουν το κέντρο των «προοδευτικών» κινήσεων, ο Βενιζέλος το ’28 θα πάρει το 63%(!) των ψήφων, μέσα στην αριστερά αναπτύσσονται έντονα τα πιο «ακραία» κομμάτια της και, κυρίως, αυτά των τροτσκιστών και των αναρχικών. Η αποκορύφωση έρχεται τον Μάη του ’36, με τη μοναδική περίπτωση που έχει γνωρίσει ποτέ αυτή η χώρα, όπου δεκάδες χιλιάδες εξεγερμένοι, έστω και για μόνο δύο μέρες, παίρνουν την πόλη στον έλεγχό τους, καταλαμβάνοντας τα κυβερνητικά κτίρια, τα αστυνομικά τμήματα κτλ.
Μετά θα έρθει η γερμανική Κατοχή, με κεντρικό γεγονός για την πόλη τη γενοκτονία των Εβραίων και ουσιαστικά την απώλεια ενός ιδιαίτερα δυναμικού κομματιού της ζωντανής ιστορίας της. Έπεται ο Εμφύλιος πόλεμος που, πέρα από το σπαραγμό, θα έχει και σαν αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες αριστεροί Βορειελλαδίτες να φύγουν προς χώρες του «ανατολικού μπλοκ», αλλά και ουσιαστικά να μπει όλη η περιοχή σε μια καραντίνα, τουλάχιστον δύο δεκαετιών, μιας και «πάντα ελλόχευε ο κίνδυνος να μετατραπεί σε κομμουνιστική». Αυτό πρακτικά σήμαινε την έντονη παρουσία του στρατού μέσα στην πόλη και σε όλη την περιοχή, αλλά και τη δημιουργία παρακρατικών μηχανισμών, που κορύφωσαν τη δράση τους με τη δολοφονία του Λαμπράκη.

Μέρες με κρασί και τριαντάφυλλα
Μετά την καραντίνα της μετεμφυλιακής περιόδου και της χούντας και αφού ήδη η περιοχή λειτουργεί σαν ένα εργοτάξιο που προμηθεύει με βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα όλη τη χώρα, έρχεται επιτέλους μια περίοδος ανάκαμψης.
Το μεταναστευτικό ρεύμα (περίπου το 70% των μεταναστών προς το εξωτερικό, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, προέρχεται από τη Βόρεια Ελλάδα) κυρίως προς τη Γερμανία αλλά και άλλες χώρες ανακόπτεται. Σχηματίζεται μια πολυπληθής μεσαία τάξη, που αποκτά μια σχετική αυτάρκεια και ευμάρεια. Το ελληνικό κράτος δείχνει για πρώτη φορά μια σιγουριά ότι δε θα χάσει το βόρειο τμήμα του, οπότε αρχίζει και επενδύει σε αυτό, έστω και υποτυπωδώς. Ο Τίτο δημιουργεί μια αρκετά ανοικτή και εξωστρεφή Γιουγκοσλαβία, με αποτέλεσμα να δώσει ζωτικό χώρο στη Θεσσαλονίκη και να ευνοήσει τη μετακίνηση ανθρώπων, την ανάπτυξη του τοπικού εμπορίου και τις πολιτισμικές ανταλλαγές. Η Βόρεια Ελλάδα πρωτοστατεί και στηρίζει την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ και το ΠΑΣΟΚ τα πρώτα του χρόνια «δίνει χρήμα στο λαό». Εκείνη την εποχή, ο κεντρικός δήμος της πόλης ελέγχεται από τους «πράσινους» (με ένα σύντομο πέρασμα από το δημαρχιακό θώκο του κομμουνιστή Γιαννούση) και οι περισσότεροι από τους περιφερειακούς δήμους του αστικού συγκροτήματος από τους «κόκκινους».
Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’80 είναι μια ανήσυχη και σε κίνηση πόλη, που ουσιαστικά αποτελεί την ευρωπαϊκή πύλη της Ελλάδας. Με αντανακλαστικά πιο γρήγορα και άμεσα από αυτά της Αθήνας (που ακόμα έχει μια σχεδόν τριτοκοσμική όψη και υπόσταση), φέρνει και αναπτύσσει τα νέα ρεύματα, που αργότερα θα εξαπλωθούν και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι ζυμώσεις στους νεολαιίστικους χώρους της αμφισβήτησης είναι συνεχείς και γεννούν συλλογικότητες, εκδόσεις, καταλήψεις σπιτιών, αυτοδιαχειριζόμενα ραδιόφωνα, αυτοδιαχειριζόμενους και μη συναυλιακούς χώρους, συγκροτήματα, συγκρούσεις, μια υπαρκτή «άλλη» πόλη που διψά να ανατρέψει την υπάρχουσα πόλη. Οι δρόμοι και τα πάρκα είναι ακόμα γεμάτα από κόσμο και οι μουσικές υποκουλτούρες του punk και του new wave μετατρέπουν περιοχές του κέντρου σε τόπους καθημερινών «συλλαλητηρίων» εκατοντάδων ή και χιλιάδων μαυροφορεμένων.

Το ταμπούρλο
Οι αρχές της δεκαετίας του ’90 χαρακτηρίζονται από τρομακτικές αλλαγές στην περιοχή και όλη την νοτιοανατολική και ανατολική Ευρώπη. Οι διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες της χώρας εξαγγέλλουν το περίφημο πλάνο περί της «Θεσσαλονίκης- πρωτεύουσας των Βαλκανίων», το οποίο, φυσικά, στην πορεία θα αποδειχτεί ένα μεγάλο ψέμα. Το πλάνο αυτό ποτέ δεν υπήρξε, σχεδιάστηκε, στοιχειοθετήθηκε, στηρίχτηκε από το ελληνικό κράτος, αλλά, αντίθετα, δίνεται η εντύπωση ότι έγινε ό,τι είναι δυνατό για να οδηγηθεί η πόλη σε μαρασμό και απομόνωση. Πέρα από την «απόκρυψη» του γεγονότος ότι πρωτεύουσα των Βαλκανίων (και μετά από μερικά χρόνια, αν το χειριστούν έξυπνα οι Τούρκοι, και όλης της Ευρώπης) ήταν, είναι και θα είναι η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη χάνει την ευκαιρία να μετασχηματιστεί σε μια πόλη-κόμβο για το εμπόριο και τον πολιτισμό, με συνεχή κίνηση σε αυτή και μέσω αυτής των πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής.
Αυτή η περίοδος βρίσκει το μεγαλύτερο τμήμα της ενδοχώρας της περιοχής, δηλαδή την άλλοτε ενωμένη Γιουγκοσλαβία, να διαλύεται και να μπαίνει σε μια κατάσταση συνεχών πολέμων και συγκρούσεων. Επόμενο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και η δημιουργία του μακεδονικού ζητήματος, που μέχρι τότε είχε περισσότερο το χαρακτήρα ανεπαίσθητης μετεμφυλιακής παρενέργειας. Οι άστοχοι, ανεύθυνοι και, τουλάχιστον, ηλίθιοι χειρισμοί του ζητήματος δημιούργησαν μια σειρά από συνέπειες: από την οικονομική καταδίκη της περιοχής (η αγορά της πόλης και όλης της περιοχής ζούσε από τους δεκάδες χιλιάδες σλάβους επισκέπτες) και την πλήρη απομόνωσή της μέχρι το ότι οι Σλαβομακεδόνες φαίνεται να κατοχύρωσαν παγκόσμια την αποκλειστικότητα στη χρήση του προσδιορισμού «Μακεδόνας». Οι διάφοροι Σαμαράδες, Χριστόδουλοι, Ψωμιάδηδες ενορχήστρωσαν το έγκλημα και ο Ανδρέας έβαλε την ταφόπλακα, κηρύσσοντας το εμπάργκο, νεκρώνοντας κυριολεκτικά την περιοχή και δίνοντας το χώρο για την ανάπτυξη των τοπικών μαφιών και του μαύρου εμπορίου.
Η απομόνωση, ο συνεχής θάνατος του μικρομεσαίου εμπορίου, η αποβιομηχάνιση, η απουσία οποιουδήποτε έργου ή επένδυσης από την πλευρά του κράτους οδήγησαν τη Βόρεια Ελλάδα στην εσωστρέφεια και την οικονομική ανέχεια. Πέρα από κάποιες αναλαμπές και την υπαρκτή μέχρι σήμερα (αλλά αριθμητικά μικρότερη) «άλλη» Θεσσαλονίκη, η πόλη, εδώ και 15 χρόνια περίπου, ακολουθεί μια σταθερά εκφυλιστική πορεία, που σταδιακά καταλήγει στον κοινωνικό συντηρητισμό και την πολιτισμική ένδεια.

The zero years
Όπως σημειώθηκε και παραπάνω, η «απώλεια» της βαλκανικής ενδοχώρας, που κτύπησε καίρια το εμπόριο και τον τουρισμό, η αποβιομηχάνιση λόγω της παγκοσμιοποίησης της αγοράς και της «ανάγκης» του τοπικού μικρομεσαίου κεφαλαίου είτε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του είτε να επιβιώσει (μεταφορά των επιχειρήσεων σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό), η έλλειψη από το ελληνικό κράτος, για ακόμα μια φορά, οποιασδήποτε φροντίδας, πρόνοιας, επένδυσης σε έργα υποδομής και ανάπτυξης είχαν σαν αποτέλεσμα τη διόγκωση της ανεργίας. Η Θεσσαλονίκη και μαζί της σχεδόν όλες οι πόλεις της Βόρειας Ελλάδας κατέχουν το θλιβερό προνόμιο να έχουν τις πρωτιές στα ποσοστά ανεργίας και ειδικά στα κρίσιμα ηλικιακά στρώματα των 20-35 ετών.
Η αλματώδης και συνεχής αύξηση της ανεργίας, μαζί με όλες τις συμφραζόμενες συνθήκες, είχε δύο τεράστιες αρνητικές συνέπειες: α) η πόλη να γνωρίζει το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα στην ιστορία της, μετά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, β) τη μεταστροφή σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού της σε συντηρητικές και αντιδραστικές θέσεις.
Η έλλειψη εργασιών, χώρων, εταιριών, και μάλιστα, όχι μόνο στο χώρο της πρωτογενούς παραγωγής ή της μεταποίησης αλλά και κυρίως στους κρίσιμους για τη σύγχρονη οικονομία τομείς των νέων τεχνολογιών, των μίντια και των παράγωγων επαγγελμάτων (εικόνα, ήχος, διαφήμιση), της διαχείρισης και της προσφοράς υπηρεσιών, αναγκάζουν τη νεολαία της πόλης να «αναζητήσει την τύχη της» σε πιο ανθηρά οικονομικά κέντρα (Αθήνα ή εξωτερικό). Τα «καλύτερα μυαλά» της πόλης, μην μπορώντας όχι μόνο να «σταδιοδρομήσουν» αλλά ούτε καν να βρουν την οποιαδήποτε δουλειά στον τομέα του ενδιαφέροντός τους, εγκαταλείπουν την πόλη.
Ταυτόχρονα, η εξαπλούμενη οικονομική ανέχεια και η έλλειψη ικανοποιητικού ή δημιουργικού οράματος για το μέλλον σπρώχνουν ένα κομμάτι της μικρομεσαίας τάξης σε αντιδραστικές, ακραίες θέσεις. Αν κάνει κάποιος ένα «πέρασμα» από τις συγκεντρώσεις του Καρατζαφέρη, θα δει ότι το κοινό του δεν αποτελείται από την «κλασική» μεσήλικη ή υπερήλικη αστική τάξη της πόλης, αλλά κυρίως από νεολαίους που προέρχονται από τις εργατικές συνοικίες της πόλης και που μέχρι πριν από 20 χρόνια ήταν «άντρα» του ΚΚΕ. Φαινόμενο ανάλογο με αυτό που έζησε και η Αγγλία στη δεκαετία του ’70, όταν η ανεργία οδήγησε ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής της τάξης στο Εθνικό Μέτωπο. Βέβαια, αυτό είχε σαν συνέπεια στην τότε Αγγλία να δημιουργηθεί μετά από λίγο καιρό ένα αντίρροπο ρεύμα που ενίσχυσε τις αριστερές, ελευθεριάζουσες, αντιεξουσιαστικές τάσεις και γέννησε (σχεδόν σαν πάρεργο) την υποκουλτουρα του punk, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι συνθήκες εναντίωσης και σύγκρουσης με αυτή την κατάσταση. Μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι ανάλογο; Η απάντηση είναι δύσκολη και ίσως απαισιόδοξη. Και το σίγουρο, προς το παρόν, είναι ότι το όλο και πιο ασφυκτικό και συντηρητικό κλίμα που εξαπλώνεται στην πόλη οδηγεί τις πιο ανήσυχες, δημιουργικές, ελευθεριάζουσες, «αποκλίνουσες» φιγούρες της πόλης να παίρνουν και αυτές το δρόμο της μετανάστευσης, «στεγνώνοντας» ακόμα περισσότερο την πόλη από ανθρώπους, κίνηση, ιδέες, δημιουργικότητα.
Η απουσία επικοινωνίας και ανταλλαγών σε όλα τα επίπεδα με τους γειτονικούς λαούς, ο συγκοινωνιακός αποκλεισμός από «γη, νερό και αέρα», η έλλειψη της οικονομικής δυνατότητας ενός κομματιού του πληθυσμού για ταξίδια και πρόσληψη παραστάσεων από διαφορετικές κοινωνίες και πραγματικότητες (δηλαδή, τα μέχρι πρότινος «ατού» της πόλης για τη συνεχή εξέλιξή της) οδηγούν στην κοινωνική και πολιτισμική καθυστέρηση και στο «ταμπούρωμα» στα ήδη γνωστά και κεκτημένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ οι γειτονικές χώρες βρίσκονται σε μικρή απόσταση από την πόλη -από τρία τέταρτα της ώρας (FYROM, Βουλγαρία) μέχρι και πέντε ώρες μάξιμουμ (Τουρκία)- το μεγαλύτερο μέρος των ηλικιών μέχρι τα 25-30 δεν έχει επισκεφτεί ποτέ τους γείτονές μας, κάτι που ήταν αδιανόητο 20 χρόνια πριν (για κάποιους, μάλιστα, ήταν σχεδόν εβδομαδιαία συνήθεια). Έτσι, ενισχύεται η επίσημη ή έμμεση κρατική προπαγάνδα περί εχθρότητας ή υπεροχής έναντι των γειτονικών λαών (εννοείται, βέβαια, ότι μια ακριβώς αντίστοιχη προπαγάνδα γίνεται και στο εσωτερικό των γειτονικών κρατών, μέσα από τους κρατικούς και εκπαιδευτικούς μηχανισμούς) και δεν μπορεί να ειδωθεί και βιωθεί η σε μεγάλο ποσοστό κοινότητα πολιτισμού, ηθών, εθίμων, συνηθειών μεταξύ των βαλκανικών πληθυσμών.

Επιτάφιος
Για να κατανοήσει, όμως, κανείς καλύτερα την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να συνδυάσει την απομόνωση και την εσωστρέφεια της πόλης και με τη στρέβλωση κάποιων ενδογενών χαρακτηριστικών του πληθυσμού της πόλης.
Τόσο οι ντόπιοι όσο και οι πρόσφυγες, Ρωμιοί, που αποτέλεσαν και αποτελούν την πλειοψηφία της πληθυσμιακής σύστασης της πόλης, διαχωρίζονταν μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (μέχρι και πριν από 100 εκατό χρόνια δηλαδή) με βάση τη θρησκευτική τους ταυτότητα (και γι’ αυτό οι εξισλαμισθέντες Ρωμιοί της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της δυτικής Θράκης και της Κρήτης στην ανταλλαγή των πληθυσμών μετακινήθηκαν προς την Τουρκία, ενώ οι Ρωμιοί της Καππαδοκίας, για παράδειγμα, πολλοί από τους οποίους δε μιλούσαν καν ελληνικά, φυσικά, ήρθαν στον ελλαδικό χώρο). Είναι λογικό, λοιπόν, ο πληθυσμός της Βόρειας Ελλάδας να κουβαλάει μια κληρονομιά πιο έντονου θρησκευτικού αισθήματος. Μόνο που η θρησκευτικότητα, σε συνδυασμό με την απομόνωση, οδήγησε στη θρησκοληψία, όπως και η ταύτιση του πληρώματος της Εκκλησίας με την επίσημη και διεφθαρμένη κοσμική εκκλησία οδήγησε σε αναχρονιστικές πεποιθήσεις αλλά και εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων μιας κάστας εξουσιομανών αυτάρεσκων της εκκλησίας (που, όπως όλοι γνωρίζουμε, και μεγάλη περιουσία έχει, και συνεχή αφορολόγητα έσοδα από τις άμεσες και έμμεσες εμπορικές της δραστηριότητες).
Κάτι ανάλογο ισχύει και για το ενισχυμένο «πατριωτικό» αίσθημα (και ειδικά μετά τον εμφύλιο και τη χούντα, όπου η ταξική και ιδεολογική αντιπαράθεση βαθμιαία αμβλύνεται), αφού ο βορειοελλαδίτικος πληθυσμός συνέχισε να κουβαλάει το αίσθημα του «ακρίτα», που είχαν και οι πρόγονοί του και που ώς ένα βαθμό ζούσε και σαν δική του πραγματικότητα, αφού βρισκόταν και βρίσκεται στις «άκρες» του ελλαδικού κράτους. Ο παραμορφωτικός καθρέπτης του έθνους-κράτους, που τεχνικά επιβλήθηκε από το 19ο αιώνα, σε συνδυασμό με την ανάγκη «άμυνας» προς τους Νοτιοελλαδίτες, οι οποίοι επί δεκαετίες «αμφισβητούσαν» το φρόνημα και την ταυτότητα των βορειελλαδίτικων, ντόπιων και προσφυγικών πληθυσμών, εξηγούν σε ένα βαθμό τη διόγκωση του υποτιθέμενου «πατριωτικού» αισθήματος και τη σχιζοειδή κατάληξή του σε εθνικιστική υστερία. Ειδικά, μάλιστα, όταν το ελληνικό κράτος κάνει μια συστηματική προπαγάνδα στην περιοχή προς αυτή την κατεύθυνση και την επιλέγει σαν χώρο εκτόνωσης των κρίσεων (για παράδειγμα, στο συλλαλητήριο για το μακεδονικό κουβαλήθηκε κόσμος με λεωφορεία από όλη την Ελλάδα, ενώ οι μαθητές έπρεπε να δώσουν υποχρεωτικό παρόν, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα έπαιρναν απουσίες…). Η λησμονιά της κοινωνικής μνήμης των προγόνων μας για μια ανοικτή και πολυπολιτισμική κοινωνία, καθώς και του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της πόλης, συντελούν ακόμα περισσότερο στη δημιουργία μιας κλειστής και συντηρητικής κοινωνίας.
Μια ανάλογη στρέβλωση παρατηρείται και σε μια σειρά από τομείς της κοινωνικής ζωής, της καθημερινότητας και του πολιτισμού της πόλης. Το «κιμπαριλίκι» έγινε ψεύτικο «κυριλίκι», τα όμορφα, περιποιημένα και με μέτρο φτιαγμένα μαγαζιά της πόλης έγιναν παραλιακοί ναοί επίδειξης κιτς και πλουτισμού, η λαϊκή ευγένεια έγινε «καγκουριά», το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι έγιναν σκυλάδικο, οι περιποιημένες μέσα και έξω από το σπίτι γυναίκες έγιναν αψεγάδιαστα καθοδηγούμενα βαμπίρ του στιλιζαρίσματος, και ούτω καθεξής. Σχεδόν τα μόνα στοιχεία που έμειναν αναλλοίωτα από την προσφυγική κληρονομιά (συγκεκριμένα της Κωνσταντινούπολης και της Ανατολικής Θράκης) είναι η «χονδρή» εκφορά του «λ» και η σύνταξη με τα «με», «σε».

No future
Η αφύπνιση του πληθυσμού της πόλης φαίνεται να είναι μακριά. Η εγκατάλειψη της πόλης από τους αθηνοκεντρικούς και «φαταούλες» σοσιαλδημοκράτες διαχειριστές της εξουσίας τις προηγούμενες δεκαετίες έκαναν δικαιολογημένα τον κόσμο να αγανακτήσει, αλλά και δυστυχώς τον έσπρωξαν σε αυτοκαταστροφικές και αδιέξοδες για τη Θεσσαλονίκη επιλογές και λογικές.
Όντως, το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο που έγινε στην πόλη είναι ο περιφερειακός δρόμος, που τελείωσε στο βασικό του κορμό στις αρχές του ’90, ενώ έπρεπε να είχε γίνει ήδη από τη δεκαετία του ’70. Όντως, ο Σημίτης ερχόταν για 8 συνεχόμενα χρόνια στη ΔΕΘ κι έκανε τις ίδιες, πανομοιότυπες εξαγγελίες για τη Βόρεια Ελλάδα, χωρίς να πραγματοποιήσει ούτε μία (και αν δεν κάνω κάποιο λάθος, δεν πρέπει να πέρασε τα «σύνορα» της Λάρισας μετά την πρωθυπουργική του θητεία, και πολύ καλά έκανε). Ίσως, η επανάληψη του «έργου» από τους συντηρητικούς σημερινούς διαχειριστές της εξουσίας να ξεμπλοκάρει και πάλι τη μέχρι πρότινος «προοδευτική» Βόρεια Ελλάδα.
Προς το παρόν, η κατάσταση με τους Παπαγεωργόπουλου και Ψωμιάδη θυμίζει ξύπνημα στον εφιάλτη. Με ένα δήμαρχο, «βασιλικότερο του βασιλέως», που όχι απλώς δε γύρισε τη σελίδα του 21ου αιώνα αλλά μένει πιστά προσκολλημένος στο 19ο. Που φροντίζει τη βιτρίνα της πόλης, ήτοι, τα λουλούδια στα παρτέρια των κεντρικών δρόμων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της πόλης παίρνει ένα όλο και πιο γκρίζο χρώμα. Που χρησιμοποιεί τη δημοτική τηλεόραση σαν ιδιωτικό φερέφωνο, το οποίο τον δοξάζει «ολημερίς και ολονυκτίς». Που προσλαμβάνει προεκλογικά δημοτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι για 4 χρόνια έχουν σαν αποκλειστική καθημερινή εργασία το ξεκόλλημα των αφισών από τους δρόμους της πόλης και την καταστολή, έτσι, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Που για να κάνει πολιτισμικά κάτι πιο προωθημένο, πρέπει να υπάρξει από σπόντα μια περίεργη χημεία-συνδυασμός προωθημένης πρότασης και ανάλογων εξωτερικών συνεργατών.
Με ένα νομάρχη, που μπορεί να διατηρεί την αμεσότητα και τη «χύμα» συμπεριφορά του «λαϊκού» (σίγουρα προτιμότερη από τον καθωσπρεπισμό του Παπαγεωργόπουλου), αλλά που αποτέλεσε και αποτελεί πηγή επικίνδυνων, ρατσιστικών, εθνικιστικών και αντιδραστικών ιδεών. «Προοδεύει», όντως, τον τελευταίο καιρό, προσπαθώντας να καθιερώσει ένα πιο ανοικτό προφίλ, αλλά το ότι μέχρι και τις αρχές του ’90 έπαιζε στις συγκεντρώσεις του αντικομουνιστικά τραγούδια, το ότι συμμετέχει στις συγκεντρώσεις για τον Μεγαλέξανδρο μαζί με τους ακροδεξιούς και τους εθνικοσοσιαλιστές, το ότι αρνήθηκε να καταδικάσει το μαχαίρωμα των αναρχικών μαθητών από τους νεοναζιστές στην τελευταία παρέλαση της 25ης Μαρτίου, το ότι συνέπλευσε με τη μη συμμετοχή του αλβανού μαθητή στη μαθητική παρέλαση της Νέας Μηχανιώνας μας κάνουν να μην τον πιστεύουμε και να χαμογελούμε πονηρά. Δύσκολα τα πράγματα. Αλλά, ούτως ή άλλως, κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν…


*Ο Προκόπης Τζιλής είναι ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου «Λωτός» και συνιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρίας Poeta Negra